μαγαρίκα

μαγαρίκα
η большой глиняный горшок (конической формы)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "μαγαρίκα" в других словарях:

  • μαγαρίκα — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 10 μ., 39 κάτ.) της Κέρκυρας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Θιναλίου του νομού Κερκύρας. * * * η (Μ μαγαρίκα) μεγάλο πήλινο αγγείο, στάμνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ουσ. μαγαρικόν* με αλλαγή γένους] …   Dictionary of Greek

  • μαγαρικόν — μαγαρικόν, τὸ (Μ) 1. πήλινο αγγείο, μαγαρίκα* 2. μονάδα χωρητικότητας πλοίων. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. ουδ. τού επιθέτου μαγαρικός*] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»